λοστός

λοστός
ο
1. σιδερένιος μοχλός για μετακίνηση βαριών αντικειμένων.
2. μυτερό κυλινδρικό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στο έδαφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοστός — ο (Μ λοστός) μοχλός, ράβδος νεοελλ. σιδερένιος κυλινδρικός μοχλός για τη μετακίνηση βαρών, για την απόσπαση βράχων από το έδαφος ή για τη διάνοιξη οπών σε πετρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοῖσθος ή λοισθός «δοκός»] …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • αναλοστεύω — ανασηκώνω κάτι με λοστό, με μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *λοστεύω < λοστός] …   Dictionary of Greek

  • μανέλα — η 1. μοχλός, στρόφαλος 2. λοστός 3. αναφορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maniglia] …   Dictionary of Greek

  • οχλεύς — ο (Α ὀχλεύς) μεταλλική ράβδος η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή τη μετακίνηση βαρέων σωμάτων ή για την απόσπαση λίθων από λιθόστρωτο, λοστός, μοχλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. όχλος)] …   Dictionary of Greek

  • σκωριολόγχη — η, Ν λοστός που καταλήγει σε πεπλατυσμένο άκρο και με τον οποίο ο θερμαστής απομακρύνει από την εσχάρα τού ατμολέβητα τη συσσωρευμένη σκωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία + λόγχη] …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”